Η θετική και η αρνητική ψήφος στις εκλογές

Σε κάθε προεκλογική περίοδο τα κόμματα ξεδιπλώνουν τη στρατηγική που πιστεύουν ότι θα τους συγκεντρώσει το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων. Συνήθως η κυβέρνηση προβάλει το έργο της και την ανάγκη συνέχισής του, ενώ η αντιπολίτευση τονίζει τα λάθη, παραλείψεις και τονίζει τη σημασία αλλαγής. Στη μεταπολίτευση τα δύο μεγάλα κόμματα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, εναλλάσσονταν στην εξουσία, ενώ τα μικρότερα κόμματα ήταν λίγα και με πολύ μικρά ποσοστά, γεγονός το οποίο εξασφάλιζε στο πρώτο κόμμα σταθερή κυβέρνηση τετραετίας.


Από τα μνημονιακά χρόνια και ύστερα, η σύνθεση της Βουλής έχει μεταβληθεί σημαντικά. Περισσότερα κόμματα εισέρχονται σε αυτή, ενώ οι κυβερνήσεις, στη διάρκεια των μνημονίων, ήταν συνασπισμοί κομμάτων. Αυτή η μεταβολή στη σύνθεση του κοινοβουλίου είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της αλλαγής της εκλογικής συμπεριφοράς των πολιτών. 


Προ μνημονίων, η πλειονότητα των πολιτών προσέρχονταν στην κάλπη για να εκλέξουν κυβέρνηση, πράσινη ή μπλε, δίνοντας τη λεγόμενη “θετική ψήφο” τους. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι δεν υπήρχαν και δυσαρεστημένοι που καταψήφιζαν κυβερνήσεις με την “αρνητική ψήφο” τους. Τα δύο μεγάλα κόμματα λοιπόν, θεωρητικά τουλάχιστον, ήταν υποχρεωμένα να έχουν ένα πρόγραμμα διακυβέρνησης, το οποίο παρουσιάζονταν προεκλογικά, ένα στελεχιακό δυναμικό το οποίο να μπορεί να αναλάβει θέσεις ευθύνης και έναν ισχυρό πρόεδρο που θα εγγυόταν την ενότητα της χώρας μετεκλογικά ως πρωθυπουργός. 


Η σημερινή βουλή αντίθετα, φαίνεται να είναι το απόγειο της μάχης ανάμεσα στη θετική και την αρνητική ψήφο. Από τη μία πολίτες έδωσαν τη θετική ψήφο τους στη ΝΔ για τα πεπραγμένα της ή υπό τον φόβο της ακυβερνησίας και από την άλλη το σύνολο της αντιπολίτευσης συγκέντρωσε την αρνητική ψήφο προς αυτήν. Το δεύτερο κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, πολιτεύτηκε με τοξική ατζέντα και σε καμία περίπτωση δεν παρουσίασε μία εναλλακτική κυβερνητική πρόταση. Το “Μητσοτάκης ή χάος” φαίνεται να έπεισε το εκλογικό σώμα, ίσως όχι μόνο από την ικανότητα του πρωθυπουργού όσο και από την ανικανότητα των αντιπάλων του.


Ποιον όμως βολεύει τελικά η αρνητική ψήφος;


Εκ του αποτελέσματος η αρνητική ψήφος φαίνεται ότι στις τελευταίες εκλογές βοήθησε από τη μία περισσότερα μικρά κόμματα να μπουν στη βουλή, αλλά από την άλλη και το πρώτο κόμμα να αυξήσει τη συσπείρωσή του και να κερδίσει τη συντριπτική πλειοψηφία της θετικής ψήφου. Οι ακραίες φωνές διαμαρτυρίας φόβισαν τον κεντρώο μετριοπαθή ψηφοφόρο και έδωσαν στη ΝΔ άνετη αυτοδυναμία.


Η είσοδος πολλών μικρών κομμάτων στη βουλή και η αποδυνάμωση των παραδοσιακά μεγάλων δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, αλλά πανευρωπαϊκό. Η μεγάλη διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι στην Ελλάδα κανένα κόμμα προεκλογικά δεν δηλώνει διατεθειμένο να συνεργαστεί για να σχηματιστεί κυβέρνηση. Ενώ δηλαδή στη Γερμανία υπάρχει κυβέρνηση συνεργασίας τριών κομμάτων, με τα όποια προβλήματα, στην Ελλάδα κάτι τέτοιο φαίνεται αδύνατο. Η αιτία του προβλήματος είναι η ελληνική αρνητική ψήφος. Αν στην Ελλάδα κάποιο μικρό κόμμα δηλώσει προεκλογικά ότι θα συνεργαστεί με το πρώτο, τότε το πιο πιθανό είναι να χάσει ψήφους, αφού δεν θα αποτελεί πλέον όχημα αρνητικής ψήφου. Δεν είναι τυχαίο που η απλή αναλογική απέτυχε πανηγυρικά στις προηγούμενες διπλές εκλογές.


Αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολεί όμως δεν είναι τόσο το δίλημμα θετική ή αρνητική ψήφος (διότι αυτή την εποχή περί διλήμματος πρόκειται), αλλά ποιοι το συντηρούν. Η αρνητική ψήφος γιγαντώνεται μέσα σε κρίσεις, δυσάρεστα γεγονότα, φυσικές καταστροφές και πολέμους κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου υπάρχει ασυδοσία, αλλά και στα παραδοσιακά μέσα. Καταγγελτικός λόγος χωρίς προτάσεις, λαϊκίστικες εκπομπές, ανώνυμες αναρτήσεις μίσους τζογάρουν στο θυμικό του Έλληνα προκειμένου είτε να κερδίσουν δημοτικότητα είτε να σκορπίσουν δηλητήριο το οποίο θα μεταφραστεί στις επόμενες εκλογές σε αρνητική ψήφο που θα φουσκώσει τα ποσοστά των μικρών κομμάτων.


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι Πλεύση Ελευθερίας, Νίκη, Ελληνική Λύση, Σπαρτιάτες και ΚΚΕ ήταν οι βασικοί κερδισμένοι από την αρνητική ψήφο στις τελευταίες εκλογές. Ίσως μία κυβέρνηση με πρωθυπουργό Κουτσούμπα, υπουργό εξωτερικών τον Κασιδιάρη, υγείας τον Βελόπουλο, παιδείας τον Νατσιό και δημόσιας τάξης την Κωνσταντοπούλου να είναι η λύση στα προβλήματά μας. Μπορεί και όχι.


Γ.Κ.